- αμφιβολίτης
- ο мин. амфиболит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμφιβολίτης — ο (Πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα που αποτελείται από αμφιβόλους* και αστρίους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφίβολος (< επίθ. αμφίβολος) + κατάλ. ίτης, πρβλ. αγγλ. αmphibolite] … Dictionary of Greek
αμφίβολοι — Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο … Dictionary of Greek